- ἠναγκάζετο
- ἀναγκάζωforceimperf ind mp 3rd sg (attic epic ionic)
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
ἠναγκάζετ' — ἠναγκάζετο , ἀναγκάζω force imperf ind mp 3rd sg (attic epic ionic) ἠναγκάζετε , ἀναγκάζω force imperf ind act 2nd pl (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
προσφεύγω — ΝΜΑ [φεύγω] καταφεύγω σε κάποιον ή κάπου ζητώντας προστασία και βοήθεια (α. «κυνηγημένοι από τον εχθρό προσέφυγαν στο κάστρο» β. «ἐκπίπτων δὲ καὶ περιωθούμενος ὁ Πομπήιος ἠναγκάζετο δημαρχοῡσι προσφεύγειν», Πλούτ.) νεοελλ. 1. (νομ.) καταθέτω… … Dictionary of Greek